- μεριμνοφροντιστής
- μεριμνοφροντιστής, ὁ (Α)σοφιστής που εξετάζει τα πράγματα με λεπτομέρεια και με μικρολογία, λεπτολόγος ερευνητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέριμνα + φροντιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεριμνοφροντισταί — μεριμνοφροντιστής minute philosopher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνοφροντιστάς — μεριμνοφροντιστά̱ς , μεριμνοφροντιστής minute philosopher masc acc pl μεριμνοφροντιστά̱ς , μεριμνοφροντιστής minute philosopher masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)